λήστις

λήστις
λῆστις, -εως, ἡ (Α)
1. λήθη, λησμονιά («ὀρχηστύς θ' ἅμα κακῶν τε λῆστις», Ευρ.)
2. φρ. «λῆστιν ἴσχω» — λησμονώ, επιλανθάνομαι (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < *λᾱθ-τις (< θ. λᾱθ- τού λανθάνω, πρβλ. λήθη) με συριστικοποίηση τού -θ- προ τού -τ- (πρβλ. *πιθ-τός > πισ-τός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λῆστις — forget fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῆστιν — λῆστις forget fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήσις — (I) λῆσις, εως, ἡ (Α) λήστις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία μορφή τού τ. ήταν λῆστις (βλ. λῆστις). Στα σύνθ. ο αρχαίος τ. συμμορφώθηκε προς τα πολλά θηλ. σε σις (πρβλ. ἔκ λησις, ἐπί λησις), από όπου και το απλό λῆσις]. (II) λῆσις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.)… …   Dictionary of Greek

  • επιληστικός — ἐπιληστικός, ή, όν (Μ) αυτός που λησμονεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ληστικός (< λήστις «λησμονιά» < *λαθ τις, τ. που εμφανίζει το αορ. θ. λαθ τού ρ. λανθάνω. Πρβλ. αόρ. β’ έ λαθ ον)] …   Dictionary of Greek

  • λήσμων — λήσμων, ον (Α) επιλήσμων, ξεχασιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λᾱθ μων (< θ. λᾱθ τού λανθάνω, [πρβλ. λήθη] + επίθημα μων), πρβλ. γνώ μων, τλή μων. Το σ τού τ. αναλογικά προς τους άλλους τού λανθάνω με σ (πρβλ. λήστις)] …   Dictionary of Greek

  • λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”